-
1 yetersizlik
ανεπάρκεια, αναξιότητα -
2 yetmezlik
ανεπάρκεια -
3 insufficiency
ανεπάρκεια -
4 неграмотность
-и θ.1. αγραμματοσύνη, απαιδευσία. || άγνοια, αμάθεια• ατζαμοσύνη•политическая неграмотность πολιτική αγραμματοσύνη•
техническая неграмотность τεχνική αγραμματοσύνη.
2. ανεπάρκεια γραμματικής κατάρτησης. || μτίρ. ανεπάρκεια γνώσεων•неграмотность чертежа ανεπάρκεια σχεδιαστικών γνώσεων.
-
5 недостаток
1. (нехватка) η έλλειψηη ανεπάρκεια2. (несовершенство, дефект) το ελάττωματο μειονέκτημαη ατέλειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > недостаток
-
6 недостаток
недостаток м 1) (нехватка} η έλλειψη, η ανεπάρκεια* το έλλειμα (недостача) 2) (дефект) το ελάττωμα, η ατέλεια, το ψεγάδι* \недостаток зрения (слуха) η αδύνατη όραση ( ακοή)* * *м2) ( дефект) το ελάττωμα, η ατέλεια, το ψεγάδιнедоста́ток зре́ния (слу́ха) — η αδύνατη όραση (ακοή)
-
7 нехватка
нехватка ж η έλλειψη, η ανεπάρκεια· \нехватка рабочей силы η έλλειψη εργατών* * *жη έλλειψη, η ανεπάρκειαнехва́тка рабо́чей си́лы — η έλλειψη εργατών
-
8 сердечный
сердечный Ί) καρδιακός* \сердечный приступ η καρδιακή κρίση* \сердечныйая недостаточность η καρδιακή ανεπάρκεια 2) (задушевный) εγκάρδιος, θερμός* * *1) καρδιακόςсерде́чный при́ступ — η καρδιακή κρίση
серде́чная недоста́точность — η καρδιακή ανεπάρκεια
2) ( задушевный) εγκάρδιος, θερμός -
9 нехватка
нехваткаж разг ἡ ἔλλειψη [-ις], ἡ ἀνεπάρκεια:\нехватка рабочих рук ἡ Ελλειψη ἐργατικών χειρών· \нехватка строительных материалов ἡ ἀνεπάρκεια οἰκοδομικών ὑλικών. -
10 неполнота
-ы θ.η μη πληρότητα ανεπάρκεια• ατέλεια•неполнота сведений ανεπάρκεια πληροφοριών.
-
11 дефицит
το έλλειμμα, η έλλειψη, η ανεπάρκεια. - влажности - της υγρασίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дефицит
-
12 дефицитность
η έλλειψη, η ανεπάρκεια -ый ελειμματικός, ανεπαρκής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дефицитность
-
13 кризис
1. эк. η κρίση 2. мед. η κρίσιμη κατάσταση 3. (недостаток, нехватка) η έλλειψη, η ανεπάρκεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кризис
-
14 материал
1. (вещество, предмет, сырье, данные сведения источники) το υλικ/ό, η ύληводонепроницаемый - υδατοστεγα-νό/υδατοστεγές -воспроизводящий (яд.физ.) - αναπαραγωγήςвсплывающий - που επιπλέει, μη-βυθιζό-μενο -жаростойкий - см. жаропрочный -защитный - (яд.физ.) προστατευτικό -кислотоупорный - см. кислотостойкий -- σε φύλλαнасыпной - см - навалом неактивный - см. инертный -негативный кфт. - αρνητικό -огнеупорный - см. огнестойкий -отделочный - см. облицовочный -полировальный - λείαν-σης/γυαλίσματοςпрутковый - σε ράβδους/βέργεςсветочувствительный кфт. - ευαίσθητο στο φωςстроительный - οικοδομικό -, δομικό -сыпучий - χύδην/χύμαтонколистовой - τα ψιλά/λεπτά ελάσματαхрупкий - ψαθηρό -, εύθραυστο -2. см. материя( во 2 знач.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > материал
-
15 недостаточность
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > недостаточность
-
16 нехватка
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нехватка
-
17 ограниченность
ο περιορισμός, η στενότητα, η ανεπάρκεια-ый περιορισμένος, οριοθετημένοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ограниченность
-
18 олигофрения
мед. η ολιγοφρενία, η νοητική (καθ)υστέρηση, η διανοητική ανεπάρκεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > олигофрения
-
19 сердечный
анат. καρδιακ/όςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сердечный
-
20 сидеропения
(мед., биол.) η ανεπάρκεια σιδήρουη σιδηροπενίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сидеропения
См. также в других словарях:
ανεπάρκεια — Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται όργανο ή ιστός του σώματος που δεν είναι σε θέση να επιτελέσει αποτελεσματικά τη λειτουργία του. Η α. οφείλεται βασικά σε οργανική βλάβη, αλλά είναι δυνατόν να παρουσιαστεί χωρίς την εμφανή πρόκληση οργανικής… … Dictionary of Greek
ανεπάρκεια — η έλλειψη της αναγκαίας ποσότητας, ικανότητας κτλ.: Του είχαν καταλογίσει υπηρεσιακή ανεπάρκεια. – Στην αγορά υπάρχει ανεπάρκεια ψαριών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρδιακή ανεπάρκεια — Βλ. λ. καρδιά (Καρδιακή ανεπάρκεια) … Dictionary of Greek
ηπατική ανεπάρκεια — Το απειλητικό για τη ζωή τελευταίο στάδιο βαριάς πάθησης του ήπατος, κατά το οποίο μπορεί να χρειαστεί ο ασθενής να καταφύγει σε μεταμόσχευση ήπατος … Dictionary of Greek
στεφανιαίος — α, ο / στεφανιαίος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που μοιάζει με στεφάνι ή αυτός που ανήκει στο στεφάνι νεοελλ. φρ. α) «στεφανιαία ανεπάρκεια» ιατρ. ανεπάρκεια αιμάτωσης τών στεφανιαίων αρτηριών, δυσαναλογία μεταξύ προσφερόμενου αίματος και τροφικών αναγκών … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
αγορανομική νομοθεσία — Το σύνολο των διατάξεων που αφορούν την αγορανομία, τις αρμοδιότητες και το αντικείμενό της, τον καθορισμό των αγορανομικών αδικημάτων και των ποινών τους, τη ρύθμιση των ορίων τιμών και ποσοστών κέρδους των προϊόντων κατά κατηγορίες και,… … Dictionary of Greek
επινεφρίδια — Ενδοκρινείς αδένες των σπονδυλωτών. Ο άνθρωπος και τα άλλα θηλαστικά φέρουν δύο ε., από ένα, σαν κάλυμμα, στον πάνω πόλο κάθε νεφρού. Πρόκειται για αδένες σχετικά μικρούς σε όγκο, που το συνολικό τους βάρος κυμαίνεται στον άνθρωπο από 8 έως 10 γρ … Dictionary of Greek
ολιγοφρενία — (Ιατρ.). Περιλαμβάνει μια μεγάλη ποικιλία καταστάσεων που διαφέρουν μεταξύ τους σε βαθμό, αιτία, παθολογία και, από κοινωνικής μορφωτικής άποψης, έχουν πάντως ως κοινό παρονομαστή πνευματική ανεπάρκεια, διάφορης βαρύτητας. Η μελέτη της ο. έφτασε… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
υπέρταση αρτηριακή — (Ιατρ.). Μόνιμη αύξηση της αρτηριακής πίεσης πάνω από τη μέση φυσιολογική τιμή. Στον καθορισμό της υπέρτασης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη τόσο η τιμή της μέγιστης όσο και της ελάχιστης πίεσης. Kλινικά θεωρείται υπερτασικό το άτομο που έχει πάνω από … Dictionary of Greek